-
1 επικαιριος
21) своевременный, неотложный(πράξεις Xen.)
2) важный, главныйτόποι ἐπικαίριοι (sc. τοῦ σώματος) Plat. — жизненно важные участки или органы тела;
τὰ ἐπικαιριώτατα τῆς τέχνης Xen. — наиболее существенные элементы искусства;οἱ ἐπικαιριώτατοι (sc. ξυνειδότες) Xen. — главные участники заговора;οἱ θεραπεύεσθαι ἐπικαίριοι Xen. — люди, излечение которых (было для Кира особенно) важно;οἱ ἐπικαίριοι Xen. — старший командный состав -
2 ἐπι-καίριος
ἐπι-καίριος, zur rechten, gelegenen Zeit, am rechten Orte (vgl. ἐπίκαιρος); ἐς τόπως ἐπικαιρίως Tim. Locr. 102 d, gefährliche, tödtliche Stellen am Körper, wie τρῶμα, lebensgefährliche Wunde, Hippocr. – Bei Xen. Cyr. 3, 3, 12 u. öfter heißen οἱ ἐπικαίριοι die Offiziere des Heeres vom λοχαγός aufwärts, vgl. An. 3, 1, 36, wo Xen. zu diesen sagt ὑμεῖς μέγιστον ἔχετε καιρόν; τοὺς ἐπικαιριωτάτους ξυνελάμβανον Hell. 3, 3, 11, die Häupter des Aufstandes; οἱ ϑεραπεύεσϑαι ἐπικαίριοι, die der Heilung bedürfen, od. die, auf deren Genesung Etwas ankommt, Cyr. 8, 2, 25; übh. zu Etwas dienlich, nützlich, αἱ ἐπικαιριώταται πράξεις Oec. 5, 4, vgl. 15, 11. – Adv. ἐπικαιρίως, gut gelegen, günstig, ἵδρυται Strab. IX p. 424.
-
3 ἐπικαίριος
ἐπι-καίριος, zur rechten, gelegenen Zeit, am rechten Orte; ἐς τόπως ἐπικαιρίως, gefährliche, tödliche Stellen am Körper, wie τρῶμα, lebensgefährliche Wunde; οἱ ἐπικαίριοι die Offiziere des Heeres vom λοχαγός aufwärts; τοὺς ἐπικαιριωτάτους ξυνελάμβανον, die Häupter des Aufstandes; οἱ ϑεραπεύεσϑαι ἐπικαίριοι, die der Heilung bedürfen, od. die, auf deren Genesung etwas ankommt; übh. zu etwas dienlich, nützlich. Adv. ἐπικαιρίως, gut gelegen, günstig -
4 ἐπικαίριος
2. important,τὰ -ώτατα τῆς τέχνης X. Oec.15.11
; of persons, οἱ ἐ. the most important persons of the army, Id.Cyr.3.3.12, cf. HG3.3.11: c.inf., οἱ θεραπεύεσθαι ἐπικαίριοι those whose cure is all-important, Id.Cyr.8.2.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικαίριος
См. также в других словарях:
επικαίριος — ἐπικαίριος, ον (Α) [επίκαιρος] 1. επίκαιρος* 2. σπουδαίος, αξιόλογος («τά ἐπικαιριώτατα τῆς τέχνης», Ξεν.) 3. (για μέρη τού σώματος) ζωτικός 4. (για πρόσ.) οἱ ἐπικαίριοι τα σπουδαιότερα πρόσωπα τού στρατού (Ξεν.) 5. «οἱ θεραπεύεσθαι ἐπικαίριοι»… … Dictionary of Greek